- ξαλλάζω
- ξαλλάζω, ξάλλαξα βλ. πίν. 23
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξαλλάζω — και ξαλλάσσω αλλάζω τα ενδύματά μου, ιδίως βγάζω τα καθημερινά και φορώ τα γιορτινά ή αντιθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + αλλάζω / αλλάσσω] … Dictionary of Greek
ξαλλάζω — ξάλλαξα, αλλάζω ρούχα, βγάζω τα καλά μου και φορώ τα καθημερινά μου: Γύρισε στο σπίτι η νύφη και ξάλλαξε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)